- μπατίρης
- οθηλ. -ισσα ο κατεστραμμένος οικονομικά, ο αδέκαρος, ο χρεοκοπημένος: Έπαιζε στο καζίνο μέχρι που έμεινε μπατίρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπατίρης — ο, θηλ. ισσα χρεωκοπημένος, οικονομικά κατεστραμμένος, αδέκαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού μπατίρω*] … Dictionary of Greek
μπατίρικος — η, ο [μπατίρης] αυτός που είναι φτωχός ή αυτός που είναι φτωχικός. επίρρ... μπατίρικα με μπατίρικο τρόπο … Dictionary of Greek